Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "περιστασιακός -ή -ό"
1 εγγραφή
περιστασιακός -ή -ό [peristasiakós] Ε1 : ευκαιριακός, συγκυριακός· που αφορά ορισμένη περίσταση ή συγκυρία: Περιστασιακή αντιμετώπιση. Περιστασιακές λύσεις. || που οφείλεται σε ορισμένες περιστάσεις, συγκυρίες και διαρκεί όσο αυτές: Εφήμερες, περιστασιακές φιλίες. περιστασιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. περίστασ(ις) -ιακός μτφρδ. γαλλ. circonstanciel (πρβ. ελνστ. περιστατικός, ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες