Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "περικεκομμένος -η -ο"
1 εγγραφή
περικεκομμένος -η -ο [perikekoménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν περικόψει: Περικεκομμένες αποδοχές.

[λόγ. < ελνστ. περικεκομμένος μππ. του αρχ. περικόπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες