Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "παραινετικός -ή -ό"
1 εγγραφή
παραινετικός -ή -ό [parenetikós] Ε1 : που προτρέπει, νουθετεί, συμβουλεύει κπ. να κάνει κτ. καλό, θετικό: Παραινετικοί λόγοι. Παραινετικές επιστολές. παραινετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. παραινετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες