Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράγωνος -η -ο [paráγonos] Ε5 : που δεν είναι ορθογώνιος, που είναι ακανόνιστος: Παράγωνο οικόπεδο / δωμάτιο / μπαλκόνι. || (ως ουσ.) το παράγωνο, μη ορθογώνιο, ακανόνιστο σχήμα.
[λόγ. παρα- 1 γων(ία) -ος (πρβ. ελνστ. παραγώνιος `πλάι σε γωνία΄)]