Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οριστικός -ή -ό [oristikós] Ε1 : 1. που έχει καθοριστεί, έχει συντελεστεί, έχει φτάσει στο τελευταίο στάδιο και δεν αλλάζει πλέον: Mε το διαζύγιο επέρχεται η οριστική διάλυση του γάμου. Οριστικό συμβόλαιο· (πρβ. προσύμφωνο). || τελειωτικός, τελικός: Δεν ανακοινώθηκαν ακόμη τα οριστικά αποτελέσματα των εκλογών. Οριστική απόφαση / απάντηση / επιλογή / κρίση. Δεν υπάρχει ακόμα τίποτα το οριστικό. 2. (γραμμ.) που ορίζει κτ. με συγκεκριμένο τρόπο. ANT αόριστος: Οριστικό άρθρο. Οριστική αντωνυμία. Οριστική έγκλιση και ως ουσ. η οριστική*.
οριστικά & (λόγ.) οριστικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: H εφημερίδα έκλεισε ~. Εγκατέλειψε ~ το σχολείο. H υπόθεση έκλεισε οριστικώς. [λόγ.: 1: αρχ. ὁριστικός `που ορίζει΄ & σημδ. γαλλ. définitif· 2: σημδ. γαλλ. défini· λόγ. οριστικ(ός) -ώς]