Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ξεφτίλα 2"
1 εγγραφή
ξεφτίλα 2 η : (λαϊκ., για πρόσ.) ο εξευτελισμένος· ο ξεφτίλας.

[< ξεφτίλα 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες