Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "νομομαθής -ής -ές"
1 εγγραφή
νομομαθής -ής -ές [nomomaθís] Ε10 : που έχει πολύ μεγάλη νομική κατάρτιση. || (ως ουσ.) ο νομομαθής.

[λόγ. < ελνστ. νομομαθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες