Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "νομικίστικος -η -ο"
1 εγγραφή
νομικίστικος -η -ο [nomikístikos] Ε5 : που στηρίζεται στο γράμμα του νόμου, παρακάμπτει όμως ή και παραβιάζει το πνεύμα του νόμου: Nομικίστικα τεχνάσματα.

[νομικ(ός) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες