Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "νομαδικός -ή -ό"
1 εγγραφή
νομαδικός -ή -ό [nomaδikós] Ε1 : α.που αποτελείται από νομάδες: Οι Εβραίοι ήταν ~ λαός. Nομαδικές φυλές. β. που ταιριάζει σε νομάδες: Ο άνθρωπος όταν έγινε γεωργός εγκατέλειψε τη νομαδική ζωή. νομαδικά ΕΠIΡΡ: Οι Σαρακατσαναίοι ζουν ~.

[λόγ. < αρχ. νομαδικός `ποιμενικός΄ κατά τη σημ. του νομάδας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες