Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μπλα μπλα"
1 εγγραφή
μπλα μπλα το [blablá] Ο (άκλ.) : (οικ.) λόγια πολλά και χωρίς περιεχόμενο.

[λόγ. < γαλλ. bla-bla & μέσω του αγγλ. blaa-blaa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες