Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταγενέστερος -η -ο [metajenésteros] Ε5 : 1. που συνέβη ή που υπήρξε ύστερα από κπ. ή κτ. άλλο. ANT προγενέστερος: Mεταγενέστερο γεγονός. Οι μεταγενέστερες σκέψεις / έρευνες / γενεές. H διάταξη αυτή καταργήθηκε από άλλη μεταγενέστερη. || (ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι, άνθρωποι που έζησαν ή θα ζήσουν αργότερα: Για χάρη των μεταγενεστέρων. 2. (φιλολ., γλωσσ.) που ανήκει στην περίοδο από τον 3ο π.X. ως τον 4ο-5ο μ.X. αι. περίπου: ~ συγγραφέας / γραμματικός τύπος.
μεταγενέστερα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. < ελνστ. μεταγενέστερος συγκρ. του επιθ. μεταγενής `γεννημένος μετά΄]