Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ματαιόδοξος -η -ο"
1 εγγραφή
ματαιόδοξος -η -ο [mateóδoksos] Ε5 : (για πρόσ.) που επιδιώκει ή υπερηφανεύεται για κτ., το οποίο συνήθ. είναι ασήμαντο· κενόδοξος: ~ άνθρωπος. Mαταιόδοξες γυναίκες. || για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Mαταιόδοξη πράξη. ματαιόδοξα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μάται(ος) -ο- + δόξ(α) -ος μτφρδ. παλ. γαλλ. vaneglorios ή ιταλ. vanaglo rioso μτφρδ. του ελνστ. κενόδοξος (πρβ. ματαιοδοξία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες