Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "μανιασμένος -η -ο"
1 item total
μανιασμένος -η -ο [manazménos] Ε3 μππ. του μανιάζω : που έχει μανιάσει, που κατέχεται από μανία2. α. πολύ θυμωμένος: ~ ρίχτηκε πάνω του. β. πολύ έντονος ή βίαιος: Πάλευε με τα μανιασμένα κύματα. μανιασμένα ΕΠIΡΡ: Tον χτυπούσε ~. φυσούσε ~.

[μππ. του μανιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go