Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κυρτός -ή -ό [kirtós] Ε1 : για κτ. του οποίου η επιφάνεια είναι καμπύλη προς τα έξω. ANT κοίλος: ~ φακός. Kυρτά κάτοπτρα. || καμπουρωτός: H μύτη του είναι κυρτή. Kυρτοί ώμοι, κυρτωμένοι.
[λόγ. < αρχ. κυρτός]



