Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυριολεκτικός -ή -ό [kiriolektikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κυριολεξία: Ποια είναι η κυριολεκτική σημασία της λέξης;
κυριολεκτικά & (λόγ.) κυριολεκτικώς ΕΠIΡΡ πραγματικά, αληθινά, χωρίς να υπερβάλλω· στην κυριολεξία: Πεθαίνω ~ της πείνας. [λόγ. < ελνστ. κυριόλεκτ(ος) `εκφρασμένος με κυριολεξία΄ -ικός· λόγ. κυριολεκτικ(ός) -ώς]