Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "κουφο- 2"
1 item total
κουφο- 2 & κουφ- [kuf], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (προφ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. με αναφορά στην κατάσταση της κώφωσης και με μειωτική χρήση για να χαρακτηρίσουν πρόσωπο που δεν ακούει καλά ή καθόλου: κουφαηδόνα, κουφάλογο. 2. με την έννοια του υπόκωφα: ~βροντώ.

[θ. του κουφ(ός) -ο-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go