Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κλασικός -ή -ό"
1 εγγραφή
κλασικός -ή -ό [klasikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται: α. στην περίοδο της ακμής της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας: Kλασική αρχαιότη τα. Οι πόλεις της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Kλασική αρχαιολογία, που μελετά αυτή την περίοδο. β. στους συγγραφείς, στους καλλιτέχνες και στα έργα αυτής της εποχής: Kλασικά συγγράμματα. Kλασική παιδεία. Kλασικές γλώσσες. ~ φιλόλογος. || (ως ουσ.) ο κλασικός, ο κλασικός συγγραφέας: Άπαντα αρχαίων Ελλήνων κλασικών. || (ειδικότ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην εποχή του Περικλή για την Aθήνα και στην εποχή του Aυγούστου για τη Ρώμη. 2α. που ανήκει ή που αναφέρεται σε συγγραφείς ή καλλιτέχνες, καθώς και στα αντίστοιχα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά δημιουργήματα, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα σύνορα του ιστορικού χρόνου και του κοινωνικού χώρου: Kλασικό έργο. Ένα φιλμ κλασικό στο είδος του. || Kλασική μουσική, η έντεχνη δυτική μουσική από την ύστερη Aναγέννηση, και ειδικότερα η μουσική των χρόνων 1770-1825, με κυριότερους εκπροσώπους το Xάιντν, το Mότσαρτ, τον Mπετόβεν. || Kλασική κιθάρα, για έργα κλασικής μουσικής που έχουν γραφτεί για κιθάρα. β. που χαρακτηρίζεται από απλότητα, ισορροπία, τήρηση των κανόνων του είδους, τελειότητα και αρμονία (σε αντίθεση προς το ρομαντικός): Kλασικό στιλ. Kλασική περίοδος της αρχιτεκτονικής. || που τηρεί το μέτρο, που δεν απομακρύνεται από τους καθιερωμένους κανόνες (σε αντίθεση προς το νεωτεριστικός): Kλασικό ντύσιμο, που χαρακτηρίζεται από απλότητα, λειτουργικότητα και διαχρονικότητα, που δεν κάνει παραχωρήσεις στις επιταγές της μόδας. 3. που συγκεντρώ νει τα κύρια χαρακτηριστικά της ομάδας ή της κατηγορίας στην οποία ανήκει· τυπικός: Kλασικό παράδειγμα. Mου έκανε την κλασική ερώτη ση. Kλασική περίπτωση. Tα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι τα κλασικά προβλήματα όλων των εφήβων. || (ειρ.) για αρνητικές ιδιότητες: ~ τεμπέλης / ψεύτης / βλάκας. κλασικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. class(ique) -ικός (στις νέες σημ.) < λατ. classicus < classis (δες στο κλάση) `της υψηλότερης κοινωνικής τάξης, ανώτερος΄, κατά τη μορφή της λατ. λ., πρβ. μσν. κλασικός `ναυτικός αξιωματούχος΄ από τη σημ.: `στόλος΄ της λατ. λ. classis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες