Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κλέφτικος -η -ο"
1 εγγραφή
κλέφτικος -η -ο [kléftikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κλέφτη 2: Kλέφτικα τραγούδια. Kλέφτικοι χοροί. Kλέφτικα λημέρια. Kλέφτι κο ντουφέκι. || (ως ουσ.) το κλέφτικο, είδος ψητού κρέατος. κλέφτικα ΕΠIΡΡ: Σφύρα ~, και ως ΦΡ για κτ. που θεωρείται αδύνατο να πραγματοποιηθεί.

[κλέφτ(ης) 2 -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες