Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλέφτικος -η -ο [kléftikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κλέφτη 2: Kλέφτικα τραγούδια. Kλέφτικοι χοροί. Kλέφτικα λημέρια. Kλέφτι κο ντουφέκι. || (ως ουσ.) το κλέφτικο, είδος ψητού κρέατος.
κλέφτικα ΕΠIΡΡ: Σφύρα ~, και ως ΦΡ για κτ. που θεωρείται αδύνατο να πραγματοποιηθεί. [κλέφτ(ης) 2 -ικος]