Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλέφτης 2 ο : μέλος ανυπότακτων ομάδων, που κατά την Tουρκοκρατία είχαν καταφύγει στα βουνά, κυρίως του Ολύμπου και της Πίνδου, ζούσαν από επιδρομές και ληστείες και αποτέλεσαν τα σώματα αντίστασης εναντίον των τουρκικών αυθαιρεσιών: Οι κλέφτες και οι αρματολοί.
[< κλέφτης 1]