Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "καταλύω 3"
1 εγγραφή
καταλύω 3 : (λόγ.) διαμένω προσωρινά σε ένα οίκημα, βρίσκω κατάλυμα: Οι ξένοι επισκέπτες κατέλυσαν σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της περιοχής.

[λόγ. < αρχ. καταλύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες