Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κατάφωρος -η -ο"
1 εγγραφή
κατάφωρος -η -ο [katáforos] Ε5 : για αξιόποινη ή κατακριτέα πράξη που είναι ολοφάνερη, για την οποία δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία: Έγινε κατάφωρη αδικία. H παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη. ~ εκβιασμός. Kατάφωρο ψέμα. κατάφωρα ΕΠIΡΡ: Ο νόμος παραβιάστηκε ~.

[λόγ. < ελνστ. κατάφωρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες