Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρκίνος 2 ο : I1. (ζωολ.) κάβουρας. 2. καρκινικός στίχος. II. Kαρκίνος: 1. (αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το τέταρτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22 Iουνίου ως 22 Iουλίου: Γεννήθηκα στον Kαρκίνο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Kαρκίνο: Είμαι Kαρκίνος. 3. Tροπικός του Kαρκίνου, ονομασία του παραλλήλου της ουράνιας σφαίρας που έχει απόκλιση +23Φ 27' από τον ισημερινό καθώς και του παραλλήλου της γήινης σφαίρας που έχει βόρειο γεωγραφικό πλάτος 23Φ 27' και αποτελεί το βόρειο όριο της τροπικής ζώνης.
[λόγ.: I: αρχ. καρκίνος· ΙΙ: ελνστ. σημ.]