Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ιδιώτης 2"
1 εγγραφή
ιδιώτης 2 ο : (ψυχιατρ.) άτομο που πάσχει από ιδιωτεία, που είναι διανοητικά ανάπηρο· (πρβ. ηλίθιος).

[λόγ. < γαλλ. idiot (στη σημερ. σημ.) < λατ. idiota < αρχ. ἰδιώτης `ανειδίκευτος, αμαθής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες