Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "θερμόαιμος -η -ο"
1 εγγραφή
θερμόαιμος -η -ο [θermóemos] Ε5 : 1. (βιολ., για ζώο) που η θερμοκρασία του σώματός του, υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι σταθερή και ανεξάρτητη από εκείνη του περιβάλλοντος· ομοιόθερμος. ANT ψυχρόαιμος: Tα θηλαστικά είναι ζώα θερμόαιμα. 2. (μτφ.) που τα συναισθήματά του διεγείρονται εύκολα και εκδηλώνονται με εκρηκτικό τρόπο: Συμπλοκή μεταξύ θερμόαιμων οπαδών αντίπαλων παρατάξεων, ευέξαπτων. ANT ψύχραιμος. Ο μεσογειακός άντρας θεωρείται πολύ ~.

[λόγ. θερμο- + αίμ(α) -ος, μτφρδ.: 1: γερμ. warmblütig, Warmblütler ή γαλλ. (animal à) sang chaud· 2: γαλλ. (qui a le) sang chaud ή αγγλ. hot blooded]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες