Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "εχέφρων -ων -ον"
1 item total
εχέφρων -ων -ον [exéfron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : ANT άφρων. (λόγ.) που είναι σώφρων, λογικός: Ποιος ~ άνθρωπος θα υποστήριζε τέτοιες ακραίες λύσεις; || (ως ουσ.) ο εχέφρων.

[λόγ. < αρχ. ἐχέφρων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go