Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ευμετάβλητος -η -ο [evmetávlitos] Ε5 : που μεταβάλλεται εύκολα: Ο καιρός την άνοιξη είναι ~, άστατος. Tα σχέδιά μου για το μέλλον είναι ακόμη ασαφή και ευμετάβλητα. || (ως ουσ.) το ευμετάβλητο, η ιδιότητα του ευμετάβλητου: Tο ευμετάβλητο του καιρού / της τύχης.
[λόγ. < αρχ. εὐμετάβλητος]



