Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ευμετάβλητος -η -ο"
1 item total
ευμετάβλητος -η -ο [evmetávlitos] Ε5 : που μεταβάλλεται εύκολα: Ο καιρός την άνοιξη είναι ~, άστατος. Tα σχέδιά μου για το μέλλον είναι ακόμη ασαφή και ευμετάβλητα. || (ως ουσ.) το ευμετάβλητο, η ιδιότητα του ευμετάβλητου: Tο ευμετάβλητο του καιρού / της τύχης.

[λόγ. < αρχ. εὐμετάβλητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go