Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ετερώνυμος -η -ο [eterónimos] Ε5 : (επιστ.) ANT ομώνυμος2. α. (μαθημ.) Ετερώνυμα κλάσματα, που έχουν διαφορετικό παρονομαστή. β. (φυσ.) που έχει διαφορετικό ηλεκτρικό φορτίο ή διαφορετική ελκτική ικανότητα από κτ. άλλο: Ετερώνυμοι πόλοι μπαταριών / μαγνητών, που ο ένας είναι θετικός και ο άλλος αρνητικός. Οι ετερώνυμοι πόλοι έλκονται, οι ομώνυμοι απωθούνται. Ετερώνυμα ηλεκτρικά φορτία. || (μτφ.): Tα ετερώνυμα έλκονται, για διαφορετικούς, ιδίως ως προς το χαρακτήρα, ανθρώπους που παρά τις διαφορές τους ταιριάζουν.
[λόγ.: α: ελνστ. ἑτερώνυμος· β: σημδ. γερμ. ungleichmaniger Ρol]