Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ετερόχθων -ων -ον"
1 εγγραφή
ετερόχθων -ων -ον [eteróxθon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που ο ίδιος ή οι πρόγονοί του έρχονται και εγκαθίστανται σε έναν τόπο από κάπου αλλού. ANT αυτόχθων: Ετερόχθονες κάτοικοι / πληθυσμοί. || (ως ουσ.).

[λόγ. ετερο- + αρχ. χθ(ών) `γη΄ -ων κατά το αντ. αυτόχθων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες