Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εσκεμμένος -η -ο"
1 εγγραφή
εσκεμμένος -η -ο [eskeménos] Ε3 : (για πράξη) που έγινε ύστερα από σκέψη και ιδίως με συγκεκριμένη πρόθεση: Εσκεμμένη ενέργεια. Εσκεμμένο λάθος. Tιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί η παράβαση που διέπραξε ήταν εσκεμμένη. εσκεμμένα & εσκεμμένως ΕΠIΡΡ: Kάνω κτ. ~. Ενεργώ εσκεμμένως.

[λόγ. < αρχ. ἐσκεμμένος μππ. του σκέπτομαι `εξετάζω με σκέψη΄ σημδ. γαλλ. délibéré `που ενεργεί με σκέψη και τόλμη΄· λόγ. < αρχ. ἐσκεμμένως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες