Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "εξωκοινοβουλευτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
εξωκοινοβουλευτικός -ή -ό [eksokinovuleftikós] Ε1 : 1.(για κόμμα ή οργάνωση) α. που υποτιμά το ρόλο της βουλής σε αντίθεση με τη δράση έξω από αυτή: H εξωκοινοβουλευτική αριστερά / δεξιά. β. που δεν εκπροσωπείται στη βουλή: Εξωκοινοβουλευτικά κόμματα. 2. (για πρόσ.) που ενώ κατέχει αξίωμα που προορίζεται συνήθ. για βουλευτές, δεν είναι βουλευτής ο ίδιος: ~ υπουργός / υφυπουργός. Tα εξωκοινοβουλευτικά μέλη του υπουργικού συμβουλίου.

[λόγ. εξω- + κοινοβουλευτικός μτφρδ. γαλλ. extra-parle mentaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες