Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "εναργής -ής -ές"
1 item total
εναργής -ής -ές [enarjís] Ε10 : (λόγ., για σκέψη, λόγο κτλ.) που τον αντιλαμβάνονται με απόλυτη σαφήνεια· σαφής, καθαρός, ξεκάθαρος: ~ σκέ ψη / διατύπωση / περιγραφή. Εναργές ύφος. || ~ μνημονική εικόνα, ευκρινής, ξεκάθαρη.

[λόγ. < αρχ. ἐναργής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go