Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ελλανόδικος -η -ο"
1 εγγραφή
ελλανόδικος -ος / -η -ο [elanóδikos] Ε17 : (λόγ.) ~ επιτροπή, η κριτική επιτροπή αγώνων αθλητικών αλλά και πνευματικών, καλλιτεχνικών κ.ά.

[λόγ. ελλανο(δίκης) -δικος μορφολ. σφαλερή δημιουργία γιατί το αρχ. β' συνθ. -δικος (< δίκη) έχει παθ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες