Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελλανόδικος -ος / -η -ο [elanóδikos] Ε17 : (λόγ.) ~ επιτροπή, η κριτική επιτροπή αγώνων αθλητικών αλλά και πνευματικών, καλλιτεχνικών κ.ά.
[λόγ. ελλανο(δίκης) -δικος μορφολ. σφαλερή δημιουργία γιατί το αρχ. β' συνθ. -δικος (< δίκη) έχει παθ. σημ.]