Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εικονικός -ή -ό [ikonikós] Ε1 : 1.που γίνεται, υπάρχει, υφίσταται μόνο φαινομενικά: Εικονικό συμβόλαιο. Εικονική πώληση / μεταβίβαση. || ~ γάμος. Εικονική συνεδρίαση. Εικονική εκτέλεση. ~ αντίπαλος / στόχος, υποθετικός. Εικονικά πυρά. ANT πραγματικά. || (νομ.) Εικονική δικαιοπραξία, που γίνεται με εκούσια ψευδή δήλωση της βούλησης αυτών που την καταρτίζουν για να παραπλανήσουν τρίτον. 2. εικονιστικός: Εικονική τέχνη. ANT ανεικονική. ~ διάκοσμος. Εικονική παράσταση.
εικονικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εἰκονικός]