Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "δυ-"
1 item total
δυ- [δi] : το απόλυτο αριθμητικό δύο ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά: ~αρχία. || σε παραγωγή· (πρβ. δι- 1): ~ϊσμός.

[λόγ. < ελνστ. δυ- (< αρχ. αριθμτ. δύο) ως α' συνθ.: ελνστ. δυ-ϊκός, δυ-αρχία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go