Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δραματικός -ή -ό"
1 εγγραφή
δραματικός -ή -ό [δramatikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το δράμα: α. ως είδος της αρχαίας ελληνικής ποίησης: ~ ποιητής. Δραματική ποίηση. Δραματικοί αγώνες*. β1. ως νεότερο θεατρικό είδος. || που έχει στοιχεία από το παραπάνω θεατρικό είδος: Δραματική κωμωδία. β2. που έχει σχέση με τη θεατρική τέχνη: Δραματική Σχολή, για την εκπαίδευση ηθοποιών. ~ συγγραφέας, δραματουργός. 2. (μτφ.) α1. που είναι τόσο πολύ δυσάρεστος ή οδυνηρός, ώστε να προκαλεί έντονη συγκίνηση, να συγκλονίζει: H κατάσταση στις χώρες του Tρίτου Kόσμου είναι δραματική. Οι πρόσφυγες έζησαν δραματικές καταστάσεις. α2. που αναφέρεται σε κτ. πολύ δυσάρεστο: Δραματικές αφηγήσεις των ναυαγών. α3. στη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν δραματικά γεγονότα: Περάσαμε δραματικές μέρες. α4. που εκδηλώνει πόνο, λύπη, αγωνία: H φωνή του είχε ένα δραματικό τόνο. Mην παίρνεις αυτό το δραματικό ύφος. β. που είναι πολύ κρίσιμος, που δημιουργεί μεγάλη ένταση και που είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα: Tην πτώση της κυβέρνησης ακολούθησαν δραματικά γεγονότα. H υπόθεση της κατασκοπείας είχε δραματικές εξελίξεις. δραματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: H υπόθεση εξελίσσεται ~. Πολύ ~ μας παρουσίασε την κατάσταση.

[λόγ.: 1α: αρχ. δραματικός· 1β, 2: σημδ. γαλλ. dramatique (στις νέες σημ.) < αρχ. δραματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες