Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "διαλεχτός -ή -ό"
1 εγγραφή
διαλεχτός -ή -ό [δjalextós] Ε1 : για κπ. ή για κτ. που διακρίνεται για τα προσόντα του ή για την ποιότητά του· εκλεκτός: ~ άνθρωπος / επιστήμονας. Διαλεχτά φρούτα / προϊόντα. Θα εκθέσει τα πιο διαλεχτά κομμάτια της συλλογής του.

[μσν. διαλεκτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. διαλεκ- (διαλέγω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες