Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δημοφιλής -ής -ές [δimofilís] Ε10 : που είναι αγαπητός, αρεστός, συμπαθής στο κοινό, σε πολλούς ανθρώπους: ~ πολιτικός / ηθοποιός / αθλητής. Δημοφιλές παιχνίδι / άθλημα / σπορ. Δημοφιλή οικονομικά μέτρα. ~ πολιτική.
[λόγ. < ελνστ. δημοφιλής]



