Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δήλιος -α -ο [δílios] Ε6 : κυρίως στις εκφράσεις ~ κολυμβητής, πολύ έμπειρος και ικανός άνθρωπος. δήλιο πρόβλημα, άλυτο.
[λόγ. < αρχ. Δήλιος `που προέρχεται από τη Δήλο΄]