Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γερμανόφωνος -η -ο [jermanófonos] Ε5 : του οποίου μητρική ή κύρια γλώσσα είναι τα γερμανικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους χωρών εκτός Γερμανίας: Γερμανόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από γερμανόφωνους: Γερμανόφωνες περιοχές. || (ως ουσ.) ο γερμανόφωνος: Οι γερμανόφωνοι της Ελβετίας.
[λόγ. γερμανο- + -φωνος]