Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "γαλλικός -ή -ό"
1 εγγραφή
γαλλικός -ή -ό [γalikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη Γαλλία, που έχει σχέση με τη Γαλλία ή με τους Γάλλους: Γαλλική επανάσταση, η επανάσταση του 1789. Γαλλική μόδα / φινέτσα. Γαλλικά κρασιά / αρώματα. Γαλλικά κεραμίδια, πτυχωτά κεραμίδια με αυλάκια και νευρώσεις, στερεωμένα χωρίς κονίαμα πάνω στα καδρόνια της στέγης. Γαλλικά παράθυρα, ξύλινα παράθυρα με τετράφυλλα παντζούρια με περσίδες, που διπλώνουν και ανοίγουν προς τα έξω. Γαλλικό κλειδί, κλειδί με ρυθμιζόμενο άνοιγμα. Γαλλικό πέταλο, πέταλο αλόγου σε σχήμα μισού στεφανιού. || (ως ουσ.) τα γαλλικά, η γαλλική, η γαλλική γλώσσα: Mιλάει καλά τα γαλλικά. γαλλικά ΕΠIΡΡ στη γαλλική γλώσσα: Tο βιβλίο είναι γραμμένο ~.

[λόγ. < ελνστ. εθν. Γαλλικός `γαλατικός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες