Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "βαρβάτος -η -ο"
1 εγγραφή
βαρβάτος -η -ο [varvátos] Ε3 : 1. (για αρσ. ζώο) που δεν είναι ευνουχισμένος: Bαρβάτο άλογο. ~ ταύρος. || (μτφ.): ~ άντρας, εύρωστος, στιβαρός· νταβραντισμένος. 2. που έχει ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις, που ξεχωρίζει σε κάποιο επάγγελμα, τέχνη, επιστήμη: ~ δικηγόρος / επιστήμονας / επιχειρηματίας. 3. για να δηλώσουμε μεγάλο μέγεθος, ένταση κ.ά.: Bαρβάτη περιουσία, μεγάλη, τρανταχτή. ~ καβγάς, ζωηρός, δυνατός. Δίνω εξετάσεις σ΄ ένα βαρβάτο μάθημα, που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, δύσκολο. Bαρβάτη δουλειά / επιχείρηση, πολύ αποδοτική.

[ελνστ. βαρβᾶτος < λατ. barbatus `που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες