Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αυτόνομος -η -ο"
1 εγγραφή
αυτόνομος -η -ο [aftónomos] Ε5 : που έχει αυτονομία: Aυτόνομη επαρχία (ενός κράτους). ~ οικονομικός οργανισμός. Aυτόνομο συνδικαλιστικό κίνημα. Aυτόνομα εργατικά συνδικάτα. Aυτόνομη λειτουργία / ύπαρξη. Aυτόνομη θέρμανση. || (ως ουσ.) ο αυτόνομος. αυτόνομα ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόνομο: Ενεργώ ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτόνομος `ανεξάρτητος΄ σημδ. γαλλ. autonome (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτόνομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες