Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "αυτοφυής -ής -ές"
1 item total
αυτοφυής -ής -ές [aftofiís] Ε10 : α.(για φυτά) που φυτρώνει μόνος του, χωρίς να τον φυτέψουν ή να τον σπείρουν: Aυτοφυή δάση / άνθη. β. (φυσ., για μέταλλα ή αμέταλλα στοιχεία) που υπάρχουν στη φύση σε στοιχειακή κατάσταση ως ορυκτά: Xρυσός ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτοφυής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go