Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αυτοτελής -ής -ές"
1 εγγραφή
αυτοτελής -ής -ές [aftotelís] Ε10 : που έχει μια ολοκληρωμένη μορφή και μπορεί από μόνος του να λειτουργεί, να εκπληρώνει ένα σκοπό κτλ., χωρίς να εξαρτάται από κτ. άλλο· ολοκληρωμένος και ανεξάρτητος: ~ οντότητα / ύπαρξη / λειτουργία / έννοια. Aυτοτελές φαινόμενο / απόσπασμα / επεισόδιο. ~ ενιαίος και ανεξάρτητος οργανισμός. H τηλεόραση θα παρουσιάσει μια σειρά από δέκα αυτοτελείς εκπομπές που αναφέρονται σε ισάριθμα γεγονότα του β' παγκόσμιου πολέμου. ~ έκδοση / τόμος, που δεν αποτελεί μέρος ή τμήμα σειράς. αυτοτελώς ΕΠIΡΡ χωρίς εξάρτηση από άλλο: Εξετάζω κτ. ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτοτελής, αὐτοτελῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες