Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αυτεξούσιος -α -ο"
1 εγγραφή
αυτεξούσιος -α -ο [afteksúsios] Ε6 : που μόνος αυτός εξουσιάζει τον εαυτό του, που δεν τον εξουσιάζει άλλος· ελεύθερος, ανεξάρτητος: Είμαι ~ και κάνω ό,τι μου αρέσει. || (ειδικότ., νομ.) που μπορεί να ασκήσει όλα τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα.

[λόγ. < ελνστ. αὐτεξούσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες