Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύρματος -η -ο [asírmatos] Ε5 : που γίνεται ή που λειτουργεί με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, χωρίς την ύπαρξη σύρματος ως αγωγού. ANT ενσύρματος: Aσύρματες επικοινωνίες. Aσύρματο τηλέφωνο. || (ως ουσ.) ο ασύρματος, ο ασύρματος τηλέγραφος: ~ πλοίου / αεροπλάνου / στρατιωτικής μονάδας. Εκπομπή / λήψη με τον ασύρματο.
[λόγ. α- 1 συρματ- (σύρμα) -ος μτφρδ. αγγλ. wireless]