Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχαΐζων -ουσα -ον [arxaízon] Ε12 : που αρχαΐζει, ιδίως ως προς την έκφραση, που χρησιμοποιεί αρχαϊσμούς: Aρχαΐζον ύφος. Aρχαΐζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αρχαΐζουσα, γλώσσα που μιμείται την αρχαία ως προς τη μορφολογία, τη σύνταξη, το λεξιλόγιο κτλ. || Aρχαΐζοντες συγγραφείς, που χρησιμοποιούν την αρχαΐζουσα.
[λόγ. μεε. του αρχαΐζω]