Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχάριος -α -ο [arxários] Ε6 : που άρχισε πρόσφατα να μαθαίνει κτ.: ~ οδηγός. Φροντιστηριακά τμήματα αρχάριων μαθητών. || (επέκτ.) που είναι πρωτόπειρος, αδέξιος, πρωτάρης: ~ στον έρωτα / στην οδήγηση / στο επάγγελμα. (έκφρ.) την έπαθα σαν ~, φέρθηκα σαν άπειρος ή αδέξιος και απέτυχα. || (ως ουσ.) ο αρχάριος: Mέθοδος αγγλικής για αρχαρίους. Tμήματα αρχαρίων.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχάριος `που αρχίζει να φοιτά σε σχολείο΄ & σημδ. γαλλ. commençant, novice]