Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αποκρουστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
αποκρουστικός -ή -ό [apokrustikós] Ε1 : 1.που (κυρ. η θέα του) προκαλεί ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, απέχθεια, αποστροφή: Aποκρουστικό θέαμα. Tο πρόσωπό του, γεμάτο πληγές, ήταν αποκρουστικό. 2. (μτφ.) απεχθής, έντονα αντιπαθής: Tο αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού. αποκρουστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκρουστικός `ικανός να αποκρούσει΄ σημδ. γαλλ. répulsif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες