Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αποδιοπομπαίος -α -ο"
1 εγγραφή
αποδιοπομπαίος -α -ο [apoδiopombéos] Ε4 : στη ΦΡ ~ τράγος, αυτός στον οποίο αποδίδονται ευθύνες ή επιρρίπτονται σφάλματα και αδικήματα που διέπραξαν άλλοι και ως εκ τούτου θεωρείται απόβλητος και ανεπιθύμητος από μια κοινότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀποδιοπομπ(οῦμαι) `βγά ζω μίασμα έξω από την πόλη΄ -αίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες