Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδιοπομπαίος -α -ο [apoδiopombéos] Ε4 : στη ΦΡ ~ τράγος, αυτός στον οποίο αποδίδονται ευθύνες ή επιρρίπτονται σφάλματα και αδικήματα που διέπραξαν άλλοι και ως εκ τούτου θεωρείται απόβλητος και ανεπιθύμητος από μια κοινότητα.
[λόγ. < αρχ. ἀποδιοπομπ(οῦμαι) `βγά ζω μίασμα έξω από την πόλη΄ -αίος]



